Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευκαιριακός -ή -ό [efkeriakós] Ε1 : που συμβαίνει, που γίνεται όταν παρουσιαστεί η κατάλληλη περίσταση, η ευκαιρία, και που δεν έχει, συνεπώς, μόνιμο ή συστηματικό χαρακτήρα: Ευκαιριακή απασχόληση / δουλειά. || (μειωτ.) για κτ. που γίνεται ή για κπ. που ενεργεί ανάλογα με τις περιστάσεις που ευνοούν προσωπικά συμφέροντα: Οι γνωριμίες του και οι σχέσεις του είναι συνήθως ευκαιριακές. Ευκαιριακοί θαυμαστές και φίλοι.
ευκαιριακά ΕΠIΡΡ: Συναντιόμαστε / δουλεύει ~. ~ υποστηρίζει τον έναν ή τον άλλο υποψήφιο. [λόγ. ευκαιρί(α) -ακός μτφρδ. γαλλ. occasionnel]