Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευθύς [efθís] επίρρ. χρον. : χωρίς αναβολή ή χρονοτριβή· αμέσως: H συνεδρίαση άρχισε ~ μετά την άφιξη του πρωθυπουργού. ~ αμέσως, για έμφαση. (έκφρ.) ~ εξαρχής, από την αρχή, εντελώς στην αρχή: Πρέπει να πω ~ εξαρχής ότι δεν επιτρέπω διακοπές κατά την ώρα της ομιλίας μου. || (λόγ.) ~ ως, στη θέση χρονικού συνδέσμου· αμέσως μόλις.
[λόγ. < αρχ. εὐθύς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευθύς -εία -ύ [efθís] Ε7α : 1.ίσιος. α. που δεν έχει καμπύλες ή γωνίες, που δεν αλλάζει καθόλου κατεύθυνση: Ευθεία κίνηση / διαδρομή. || Ευθεία οδός, ίσιος δρόμος ή σε οριζόντιο επίπεδο και ομαλός, και ως έκφραση, για να δηλώσουμε την ηθική ζωή ή τη ζωή που είναι σύμφωνη με τους κοινωνικούς κανόνες. β. Ευθεία γραμμή και ως ουσ. η ευθεία, που έχει ευθεία κατεύθυνση, που κανένα τμήμα της δεν είναι καμπύλο ή τεθλασμένο: Πλάγια / οριζόντια ευθεία. Kάθετες / παράλληλες ευθείες. Δύο σημεία ορίζουν τη θέση μιας ευθείας. H ευθεία είναι συντομότερη από κάθε άλλη γραμμή που έχει μ΄ αυτή τα ίδια άκρα. Σε / στην ευθεία, σε ευθεία κατεύθυνση: Kόψε το ύφασμα σε ευθεία. Tα θρανία δεν είναι στην ευθεία. H τελική ευθεία, η τελευταία ευθεία διαδρομή σε αθλητικό αγώνα δρόμου που γίνεται μέσα σε στάδιο και μτφ. το τελευταίο και συνήθ. πιο σημαντικό τμήμα μιας ανθρώπινης δραστηριότητας: Δρομέας που μπήκε στην τελική ευθεία και κατευθύνεται προς το τέρμα. H προεκλογική εκστρατεία μπήκε / βρίσκεται στην τελική ευθεία. (λόγ. έκφρ.) ευθεία, συντομοτέρα πάσης πλαγίας, για διαδρομή που είναι πιο σύντομη, όταν ακολουθήσουμε την ευθεία και μτφ. || (ναυτ.) H ευθεία του ανέμου, η κατεύθυνσή του. 2. (μτφ.) α. άμεσος: Ευθεία διαδοχή. H κακή πολιτική κατάσταση οδήγησε σε ευθεία παρέμβαση του στρατού. || Tο ευθύ κείμενο και ως ουσ. το ευθύ, κείμενο στα αρχαία ελληνικά ή σε κάποια ξένη γλώσσα που ο εξεταζόμενος πρέπει να το μεταφράσει στα νέα ελληνικά. ANT αντίστροφο. || (γραμμ.) που δεν είναι εξαρτημένος, που εκφέρεται άμεσα: ~ λόγος. Ευθεία ερώτηση. ANT πλάγιος. β. (για πρόσ.) που συμπεριφέρεται με φυσικότητα και ειλικρίνεια· ντόμπρος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας.
ευθεία* ΕΠIΡΡ. ευθέως ΕΠIΡΡ 1. (λόγ.) διατηρώντας την ίδια κατεύθυνση· ευθεία: Όχημα που κινείται ~. 2. (μτφ.) α. άμεσα: Επενέβη ~. β. με ειλικρίνεια και εντιμότητα: Φέρεται / μιλάει ~. [λόγ. < αρχ. εὐθύς, εὐθέως]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευθύς (I), επίθ.· αιτιατ. αρσ. πληθ. ευθέας· θηλ. ευθέα.
-
- 1) Ευθύς, ίσιος:
- οδόν ευθείαν (Δούκ. 25311).
- 2) Επίπεδος, πλατύς:
- τας κλεισούρας κάμπους ευθέας λογιζόμενος (Διγ. Z 1268).
- 3) (Προκ. για πρόσωπο) δίκαιος, έντιμος:
- άνδρα συνετόν και ευθύ (Δούκ. 2033).
- Το θηλ. ως ουσ. = η «πεπατημένη», ο συνηθισμένος τρόπος:
- παρεξέκλινα μικρόν εκ της ευθείας (Προδρ. II 15).
[αρχ. επίθ. ευθύς. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ευθύς, ίσιος:
[Λεξικό Κριαρά]
- ευθύς (II), επίρρ.· ευτύς.
-
- 1) Ευθύς αμέσως, χωρίς αναβολή:
- (Χρον. Μορ. H 60).
- 2) Κατωτέρω, εφεξής:
- ευθύς τα αναγνώσματα (Σπανός D 94).
[αρχ. επίρρ. ευθύς. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Ευθύς αμέσως, χωρίς αναβολή: