Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευθύγραμμος -η -ο [efθíγramos] Ε5 : 1.που σχηματίζει ευθεία γραμμή ή συμπίπτει με αυτή: Ευθύγραμμη κίνηση / πορεία / παράταξη. || (φυσ.): Ευθύγραμμη κίνηση. 2. (μαθημ.) που έχει σχέση με την ευθεία γραμμή: Ευθύγραμμο τμήμα, το τμήμα της ευθείας που έχει συγκεκριμένα άκρα: Tο ευθύγραμμο τμήμα AB. Ευθύγραμμο σχήμα, που αποτελείται από ευθύγραμμα τμήματα: Tο τρίγωνο και το παραλληλόγραμμο είναι ευθύγραμμα σχήματα. Ευθύγραμμη τριγωνομετρία.
ευθύγραμμα ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 1. [λόγ. < αρχ. εὐθύγραμμος]