Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευθυτενής -ής -ές [efθitenís] Ε10 : (λόγ., ιδ. για πρόσ.) που είναι όρθιος και εντελώς ίσιος: Ευθυτενές παράστημα. Είχε το κουράγιο να σταθεί ~ μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
ευθυτενώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. εὐθυτενής, εὐθυτενῶς]