Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευθυμία η [efθimía] Ο25 : καλή, ιδίως χαρούμενη, ψυχική διάθεση· κέφι. ANT δυσθυμία: Πετυχημένα πειράγματα που προκαλούν όχι διαμαρτυρίες αλλά ~ στη συντροφιά. || χαρούμενη διάθεση, κέφι που οφείλεται σε κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών: Πίνει, ώσπου να φτάσει σε κατάσταση ευθυμίας.
[λόγ. < αρχ. εὐθυμία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευθυμία η· ευθυμιά.
-
- 1) Καλή διάθεση, χαρά, ικανοποίηση:
- ταύτα σε γράφω, ω υιέ, και παίρνω ευθυμίαν (Σπαν. O 267)·
- φρ. φέρω ευθυμία = χαίρομαι:
- (Βίος Αλ. 771).
- 2) Ευχαρίστηση:
- Έστι … θύρα μία, ίνα εισέρχηται εκεί πας τις δι’ ευθυμία (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1176).
- 3) Διασκέδαση:
- Να ’δες χαράν ανέκφραστον και ευθυμιάν μεγάλη (Ιμπ. (Legr.) 513).
[αρχ. ουσ. ευθυμία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Καλή διάθεση, χαρά, ικανοποίηση: