Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευθυγράμμιση η [efθiγrámisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ευθυγραμμίζω. 1. (για πρόσ. ή πργ.) τοποθέτηση σε τέτοια θέση σε σχέση με κπ. ή με κτ. άλλο, ώστε να σχηματίζεται μία νοητή ευθεία γραμμή: ~ γραμμάτων / στίχων / αντικειμένων. || H ~ των τροχών του αυτοκινήτου. 2. (μτφ.) προσαρμογή, κοινή γραμμή, κοινή συμπεριφορά: Επιβάλλεται η ~ της χώρας με τους κοινοτικούς εταίρους.
[λόγ. ευθυγραμμι- (ευθυγραμμίζω) -σις > -ση]