Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευθηνός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ευθηνός, επίθ.· εύθηνος· ευτηνός· φτηνός.
  • 1)
    • α) Φτηνός:
      • εποίκασιν ψουμίν κι επουλούσαν το φτηνόν (Μαχ. 52232
    • β) (μεταφ.) τιποτένιος, ανάξιος λόγου:
      • (Σπαν. A 675
      • Θεωρείτε οι ακριβοί πώς ξοδιάζουν περίτου παρά τους φτηνούς (Μαχ. 43621).
  • 2) Γενναιόδωρος:
    • κάνει (ενν. ο έρωτας) τον ακριβό φτηνό (Ερωτόκρ. Α´ 587).

[<ουσ. ευθηνία + κατάλ. ός. Ο τ. ευτ‑ στο Βλάχ. Ο τ. φτηνός στο Somav. II (φτι‑, λ. mercato) και σήμ. Η λ. τον 6. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες