Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευθεία [efθía] επίρρ. τροπ. : διατηρώντας την ίδια κατεύθυνση: Όχημα που κινείται ~. Θα στρίψετε δεξιά και στη συνέχεια θα προχωρήσετε ~. || ~ μπροστά σας βλέπετε την Aκρόπολη.
[λόγ. < θηλ. ευθεία (ενν. οδός) του επιθ. ευθύς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευθειάζω [efθiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. ευθύ ή επίπεδο.
[λόγ. < μσν. ευθειάζω < ευθεί(α) -άζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευθειάζω· ευτειάζω· φθειάζω· φτειάζω.
-
– Βλ. και ευθειάνω και φθιάχνω.
- 1)
- α) Τακτοποιώ, ρυθμίζω:
- το πράγμα τό ένι φτειασμένον απ’ αυλής (Ασσίζ. 5812)·
- β) ετοιμάζω:
- ευθείασε θερμόν (Προδρ. IV 118 χφ H κριτ. υπ).
- α) Τακτοποιώ, ρυθμίζω:
- 2) Κατασκευάζω:
- ευθείασεν ωραίον … λαβούτον (Διγ. Esc. 627).
- 3) Επισκευάζω, επιδιορθώνω:
- επαρεκλάσθη η θύρα μας, κλειδάς και ας την ευθειάσει (Προδρ. II 57 χφ G κριτ. υπ).
- 4) Πράττω:
- (Κυπρ. ερωτ. 10476).
- 5) Δημιουργώ:
- Όσα στον κόσμον βρίσκουνται φτειασμένα (Κυπρ. ερωτ. 9041).
- 6) Παριστάνω (με λόγο ή με άλλα μέσα) κ. ως:
- (Κυπρ. ερωτ. 8627)·
- Μωρόν παιδίν το φτειάζουν, γιον τον θωρείς εδά ζωγγραφισμένον (Κυπρ. ερωτ. 1815).
- 7) Φρ. φτειάζω λίγον ψήφος = λίγο μ’ ενδιαφέρει:
- (Κυπρ. ερωτ. 9430).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) (Προκ. για αμοιβή, τίμημα, κλπ.) συμφωνημένος:
- αποκοπήν φθειασμένην (Ασσίζ. 1828· Μαχ. 48829).
- 2) Ολοκληρωμένος:
- Γιατί ’τον όλοι χριστιανοί, ορθόδοξοι φτειασμένοι (Θρ. Κύπρ. 154).
- 1) (Προκ. για αμοιβή, τίμημα, κλπ.) συμφωνημένος:
[<επίθ. ευθύς + κατάλ. ‑ιάζω. Ο τ. φτειάζω και σήμ. κυπρ. Η λ. τον 8.-9. αι. (Lampe· βλ. και LBG)]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- ευθειάνω· ευτειάνω· φειάνω· φθειάνω· φτειάννω· φτειάνω.
-
– Βλ. και ευθειάζω, φθιάχνω.
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Επανορθώνω, διορθώνω:
- επροσπάθει να φτειάσει τα πταισίματα του λαού (Σουμμ., Ρεμπελ. 168)·
- όλα τα φτειάνουν οι καιροί κι όλα τα κατατάσσου (Ερωτόκρ. Δ´ 2013)·
- Περί δρόμου να χαλάσει ή χαντακωθεί, τις τον φτειάνει (Βακτ. αρχιερ. 149)·
- β) γιατρεύω:
- α δε σου φτειάσει την πληγήν αυτείνο το βοτάνι … (Φαλιέρ., Ιστ. 655).
- α) Επανορθώνω, διορθώνω:
- 2)
- α) Τακτοποιώ, ρυθμίζω:
- δεν ετρόμα να έβγει έξω, έως να φτειασθούν οι δουλειές τους (Σουμμ., Ρεμπελ. 182· Κορων., Μπούας 52)·
- β) ψιμυθιώνω, φτιασιδώνω:
- την όψην τους να φτειάνουν (Συναξ. γυν. 504)·
- γ) παρασκευάζω, ετοιμάζω:
- τ’ άζυμα ’κονομήσασι και τον αμνόν εφτειάσαν (Χούμνου, Κοσμογ. 2448)·
- ευτειάνουσιν τον μαύρον του, πηδά, καβαλικεύει (Φλώρ. 1388)·
- δ) «συγυρίζω», τιμωρώ:
- είχαν εις το νου τωνε (ενν. οι κουρσάροι) καλά να τονε φτειάσουν (ενν. τον χωριάτη) (Ριμ. Απολλων. [1250]).
- α) Τακτοποιώ, ρυθμίζω:
- 3) Επεξεργάζομαι:
- εις το σφυρί και εις το αμόνι φτειασμένο το χρυσάφι (Δωρ. Μον. (Βαλ.) 42).
- 4)
- α) Κατασκευάζω:
- το καράβι έδωκε να πάσι να το φτειάσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 22215)·
- β) μετασκευάζω (κ. σε κ. άλλο):
- του Στρομπόλι τα βουνά σαν κάμπον να τα φτειάσω (Σαχλ. Α´ PM 9).
- α) Κατασκευάζω:
- 5) Εκτελώ (εργασία), ενεργώ (κ.):
- (Μαχ. 64819)·
- πράμα που πλιο να φτειάσομε δεν ήτονε τσ’ εξά μας (Ερωφ. Δ´ 315).
- 6) Συνευρίσκομαι (ερωτικώς) με κάπ.:
- (Μαχ. 1224).
- 7) Οικοδομώ, χτίζω:
- έφτειασε τον τοίχο του Εξαμιλίου (Χρον. σουλτ. 7410· Τζάνε, Κρ. πόλ. 36724), (Σουμμ., Ρεμπελ. 191).
- 8) Πραγματοποιώ:
- αφήτις ήλθε ο Χριστός, … την στράταν εκαθάρισε και την γραφήν εφτειάσε (Δεφ., Λόγ. 34).
- 9) Δημιουργώ:
- την παγίδα … είχε φτειάσει (Αιτωλ., Μύθ. 454).
- 10) Συγκροτώ:
- την αρμάδα φτειάνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 14711).
- 11) Φρ. φτειάνω την καρδιά μου = χαροποιούμαι, «φτιάχνω τα κέφια μου»:
- (Ερωφ. Ε´ 254).
- 1)
- II. Μέσ.
- 1) Οργανώνομαι:
- (Φαλιέρ., Ρίμ. 229).
- 2)
- α) Ευπρεπίζομαι, στολίζομαι:
- ευτειάνεται ωσάν κουρτέσα (Συναξ. γυν. 1164· Φλώρ. 807)·
- β) ψιμυθιώνομαι, φτιασιδώνομαι:
- να φτειαστώ με κοκκινάδι (Συναξ. γυν. 891).
- α) Ευπρεπίζομαι, στολίζομαι:
- 1) Οργανώνομαι:
[<αόρ. του ευθειάζω κατά τα ρ. σε ‑νω. Ο τ. φτειάνω στο Du Cange (φτιάνειν) και σήμ.]
- I. Ενεργ.