Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευημερώ [evimeró] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε κατάσταση ευημερίας, βρίσκομαι σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση, ζω άνετα: Ευημερεί ένα άτομο / μία οικογένεια / το κράτος. Στη χώρα μας συμβαίνει και τούτο το παράδοξο: να ευημερούν οι άνθρωποι όχι όμως και η κοινωνία. Ευημερεί μια οικονομική επιχείρηση, βρίσκεται σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση.
[λόγ. < αρχ. εὐημερῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευημερώ· μτχ. παρκ. ευημερημένος.
-
- Α´ (Αμτβ.) ευτυχώ, ευημερώ:
- Δεν βλέπετε τους ασεβείς το πώς ευημερούσιν …; (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 580).
- Β´ (Μτβ.) κάνω κάπ. να ευτυχήσει:
- Χαρά τόν η τύχη ευημερεί και ουαί τόν ατυχίσει (Λόγ. παρηγ. L 206).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- α) που ευημερεί, ευτυχισμένος:
- εκατοικούσαν εις την αγίαν πόλιν και ήσαν ευημερημένοι και αναπαυμένοι (Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών υξ´)·
- β) πλούσιος:
- (Ιστ. Βλαχ. 90).
- α) που ευημερεί, ευτυχισμένος:
[αρχ. ευημερέω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ (Αμτβ.) ευτυχώ, ευημερώ: