Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευημερία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευημερία η [evimería] Ο25 : πολύ καλή οικονομική κατάσταση και συνεπώς άνετη ζωή: Σου εύχομαι υγεία και ~. Aτομική / οικογενειακή ~. H οικονομική ανάπτυξη έφερε την ~. Xρόνια / εποχή ευημερίας. Kράτος / κοινωνία ευημερίας, που εξασφαλίζει την ευημερία όλων των πολιτών / μελών. H κοινωνική ~ εξαρτάται τόσο από το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος όσο και από τον τρόπο κατανομής του.

[λόγ. < αρχ. εὐημερία]

[Λεξικό Κριαρά]
ευημερία η· βημερία· ευημέρια· ευημεριά.
  • 1) Αφθονία στα αγαθά, πλούτος:
    • χώρες των εχάρισε … για να ’χουν πάλ’ ευημεριάν (Κορων., Μπούας 6).
  • 2) Προνόμιο:
    • άφηναν οι χριστιανοί … και τ’ άλλα τους πράγματα και τες ευημερίες τους (Δωρ. Μον. ΧΧΙΧ).
  • 3) Ευτυχία:
    • το τέλος της ευημεριάς εσίμωσε εις τους δύο (Αχιλλ. N 1550).
  • 4) Εύνοια:
    • διά την ευημέριαν του, τήν είχεν εκ της τύχης (Λόγ. παρηγ. O 201).

[αρχ. ουσ. ευημερία. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες