Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευεργετικός, επίθ.· βεργετικός.
-
- Αγαθοεργός:
- Ήτον πολλά βεργετικός …, εις χάριτας μεγάλος (Ιμπ. (Legr.) 21).
[αρχ. επίθ. ευεργετικός. Η λ. και σήμ.]
- Αγαθοεργός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευεργετικός -ή -ό [everjetikós] Ε1 : 1.που είναι ωφέλιμος για κπ. ή για κτ.: Ευεργετική δράση. Ευεργετικές συνέπειες. Ευεργετικά αποτελέσματα. Tο κλίμα του βουνού ασκεί ευεργετική επίδραση στην υγεία του ανθρώπου. Mια βροχή πολύ ευεργετική για τις καλλιέργειες. 2. (παρωχ.): (Θεατρική) παράσταση ευεργετική για κπ., που τα έσοδά της δίνονταν σε ορισμένο πρόσωπο, ιδίως ηθοποιό, ως βοήθημα. (έκφρ.) έχω την ευεργετική μου, για κπ. που του συμβαίνουν πολλές μικρές ατυχίες ή αναποδιές· (πρβ. έκφρ. έχω την τιμητική* μου).
ευεργετικά ΕΠIΡΡ: Tα σπορ επιδρούν ~ στην υγεία. [λόγ.: 1: αρχ. εὐεργετικός `που κάνει ευεργεσίες΄· 2: σημδ. αγγλ. benefit performance]