Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευεργεσία η [everjesía] Ο25 : καλή, φιλάνθρωπη πράξη την οποία κάνει κάποιος για να ωφελήσει κπ. άλλο που συνήθ. την έχει ανάγκη, παροχή βοήθειας σε κπ.: Δε θα ξεχάσω ποτέ την ~ που μου κάνατε και θα σας ευγνωμονώ σε όλη μου τη ζωή.
[λόγ. < αρχ. εὐεργεσία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευεργεσία η· βεργεσία· βεργεσιά· ευεργεσιά.
-
- 1) Ευεργεσία, αγαθοεργία:
- (Λίμπον. 155).
- 2) Δώρο· ανταμοιβή:
- ευεργεσίαν τους έδωκεν άλογα και φαρία (Χρον. Μορ. P 2953).
- 3) (Προκ. για το Θεό) εύνοια, χάρη:
- (Ιμπ. 64).
- 4)
- α) Παραχώρηση:
- ας έχω την ευεργεσίαν από την αυθεντία σου (Ιμπ. 868)·
- β) προνόμιο:
- την ευεργεσίαν οπού έχουν οι πατριάρχαι από τον καιρόν του σουλτάν Μεχμέτη (Ιστ. πατρ. 19314)·
- γ) εύνοια:
- Εχάριζεν ευεργεσιές κρυφά προς τον Ιμπέρην (Ιμπ. 370).
- α) Παραχώρηση:
[αρχ. ουσ. ευεργεσία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ευεργεσία, αγαθοεργία: