Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευελιξία η [eveliksía] Ο25 : η ιδιότητα ή η ικανότητα εκείνου που είναι ευέλικτος: Άνθρωπος / ζώο / στρατιωτική μονάδα με εξαιρετική ~. Tο νέο διοικητικό συμβούλιο χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια και ~. Πολιτική που ασκείται με αρκετή ~.
[λόγ. ευέλικ(τος) -σία]