Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευδόκιμος -η -ο [evδókimos] Ε5 : (λόγ.) επιτυχημένος, κυρίως στην έκφραση ευδόκιμη υπηρεσία, ως ποιοτικός χαρακτηρισμός του συνολικού έργου ενός υπαλλήλου.
ευδοκίμως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. εὐδόκιμος `με καλή φήμη, ένδοξος΄ κατά την αλλ. της σημ. του ευδοκιμώ & σημδ. αγγλ. honourable (service)· λόγ. ευδόκιμ(ος) -ως]