Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευδοκώ [evδokó] Ρ10.9α : (επίσ.) έχω την καλή θέληση να κάνω κτ.: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ευδόκησε να σας απονείμει το Mεγαλόσταυ ρο του Σωτήρος. || (ειρ.): Tα αποτελέσματα θα βγουν, όταν ευδοκήσει ο κύριος καθηγητής.
[λόγ. < ελνστ. εὐδοκῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευδοκώ.
-
- Α´ Μτβ. και αμτβ.
- α) Δίνω συγκατάθεση, συμφωνώ:
- Ο Θεός … ευδόκησεν η χάρη του … εις τον φόνον εκείνον (Χρον. Μορ. H 625)·
- β) ευαρεστούμαι:
- ει μεν ευδοκήσει ο Θεός να δώσει μας το νίκος (Χρον. Μορ. P 3652· Σφρ., Χρον. 11024).
- α) Δίνω συγκατάθεση, συμφωνώ:
- Β´ (Μτβ.) αξιώνω κάπ.:
- ευδόκησέ τον ο Θεός … κι εκέρδισε (Χρον. Μορ. H 4623).
[μτγν. ευδοκέω]
- Α´ Μτβ. και αμτβ.