Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευδοκίμηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευδοκίμηση η [evδokímisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του ευδοκιμώ.

[λόγ. < αρχ. εὐδοκίμη(σις) `καλή φήμη΄ -ση κατά την αλλ. της σημ. του ευδοκιμώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες