Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευδιάκριτος, επίθ.
-
- Ευγενικός:
- ευδιάκριτον ψυχήν (Λίβ. Sc. 19).
- Το ουδ. ως ουσ. = ευγενική διάθεση:
- εγνωρίζω και το εις εμέ σου ευδιάκριτον (αυτ. 489).
[μτγν. επίθ. ευδιάκριτος. Η λ. και σήμ.]
- Ευγενικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευδιάκριτος -η -ο [evδiákritos] Ε5 : που εύκολα μπορεί κανείς να τον διακρίνει. ANT δυσδιάκριτος. α. που εύκολα μπορεί κανείς να τον αντιληφθεί με μία από τις αισθήσεις, ιδίως με την όραση: Οι πινακίδες της τροχαίας πρέπει να είναι ευδιάκριτες. β. που εύκολα μπορεί κανείς να τον ξεχωρίσει από κπ. άλλο: Ευδιάκριτες έννοιες / διαφορές.
ευδιάκριτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. εὐδιάκριτος]