Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευδαίμων -ων -ον [evδémon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) (ιδ. για πρόσ.) που βρίσκεται σε κατάσταση ευδαιμονίας· ευδαίμονας. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. εὐδαίμων]