Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευγνωμοσύνη η [evγnomosíni] Ο30α : αναγνώριση από κπ. της ευεργεσίας που του έκανε κάποιος άλλος καθώς και η έντονα φιλική διάθεση προς αυτόν. ANT αγνωμοσύνη: Aισθάνεται ~ για τους γονείς και τους δασκάλους του. Εκδηλώνει με κάθε τρόπο την ~ προς το σωτήρα του.
[λόγ. < αρχ. εὐγνωμοσύνη `ευγενικότητα, λογική΄ σημδ. γαλλ. gratitude & reconnaissance (συν. του gratitude)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευγνωμοσύνη η.
-
- Ευγνωμοσύνη, αφοσίωση στον ευεργέτη:
- (Κορων., Μπούας 6).
[αρχ. ουσ. ευγνωμοσύνη. Η λ. και σήμ.]
- Ευγνωμοσύνη, αφοσίωση στον ευεργέτη: