Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευγλωττία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευγλωττία η [evγlotía] Ο25 : 1.η ικανότητα κάποιου να μιλάει ωραία και συνεπώς πειστικά· ευφράδεια: Kαταδικάστηκε παρ΄ όλη την ~ του συνηγόρου του. Tο χάρισμα της ευγλωττίας. 2. (μτφ.) σαφήνεια: H ~ του τίτλου δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες.

[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) εὐγλωττία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες