Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευγενικός, επίθ.· βγενικός.
-
- 1)
- α) Που κατάγεται από υψηλή, αρχοντική γενιά:
- ευγενική, απ’ άρχοντας μεγάλους (Αιτωλ., Μύθ. 8814)·
- β) αρχοντικός:
- συνηθισμένη σε τόπους βγενικότατους (Πανώρ. Πρόλ. 18).
- α) Που κατάγεται από υψηλή, αρχοντική γενιά:
- 2) Πολύτιμος:
- σμύρνας ευγενικής (Πόλ. Τρωάδ. 770).
- 3) Που έχει ευγενικά αισθήματα, λεπτούς τρόπους, ευγενικός:
- Έτσι κάμνουσιν αι ευγενικές γυναίκες (Διγ. Άνδρ. 3317).
- 4) Λαμπρός:
- είχεν δόξαν ευγενικοτάτην (Διγ. Άνδρ. 4419).
- 5) Όμορφος:
- πετρίτ’ ευγενικοί (Κορων., Μπούας 70).
- 6) (Προκ. για αέρα) δροσερός:
- (Ευγέν. 294).
- Ως τιμητική προσφών.:
- Κερ' Αλεξάντρα ευγενική! (Στάθ. Α´ 225).
- Το ουδ. ως ουσ. = αρχοντιά:
- βλέποντες … το ευγενικόν πολλά την εθαυμάζαν (Φλώρ. 66).
- Η λ. ως επών.:
- (Ιστ. πατρ. 1085).
[<επίθ. ευγενής + κατάλ. ‑ικός. Η λ. το 10. αι. (LBG), σε σχόλ. (Steph.) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευγενικός -ή / -ιά -ό [evjenikós] Ε1, Ε2 : I1.που χαρακτηρίζεται από ευγένεια, που επιδεικνύει καλή συμπεριφορά, σύμφωνη με τους κανόνες που η κοινωνία έχει επιβάλει. ANT αγενής: Ευγενική συμπεριφορά. Ευγενικό φέρσιμο. Ευγενικοί τρόποι. Ευγενικά λόγια. || Είναι ευγενικό να
/ που
: Δεν είναι ευγενικό να ρεύεσαι μπροστά στους άλλους. Είναι πολύ ευγενικό που με καλέσατε. || (για πρόσ.) που συμπεριφέρεται με ευγένεια: ~ άνθρωπος. Είναι ~ με όλους, τόσο με τους ίσους όσο και με τους κατωτέρους του. 2. που είναι ποιοτικά ανώτερος ιδίως από ηθική, πνευματική ή αισθητική άποψη: ~ χαρακτήρας / αγώνας. Ευγενικά συναισθήματα / χαρακτηριστικά / ήθη. Είναι ευγενικό να συμπονάς ακόμα και τον εχθρό σου. II. ευγενήςI: Άνθρωπος ευγενικής καταγωγής.
ευγενικά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. I1: Mιλάει / φέρεται ~. Aρνήθηκε ~ την πρόσκληση. [λόγ. < μσν. ευγενικός < ευγεν(ής) -ικός]