Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευγενικά, επίρρ.· βγενικά.
-
- 1) Όπως αρμόζει σε άρχοντα, αρχοντικά:
- ευγενικά, βασιλικά … απεκατέστησά την (Φλώρ. 416).
- 2) Με ευγένεια, με καλό τρόπο:
- ευγενικά … επιλογήθην (Ιμπ. 305).
- 3) Με σύνεση, με φρόνηση, γνωστικά:
- Όσα στον κόσμον βρίσκονται … ούλα ’χ τον μάστρον βγενικά γινήκα (Κυπρ. ερωτ. 9042).
[<επίθ. ευγενικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Όπως αρμόζει σε άρχοντα, αρχοντικά: