Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευγενής ο [evjenís] Ο22 θηλ. ευγενής [evjenís] Ο (βλ. Ε10) : αυτός που λόγω καταγωγής ή παραχώρησης εκ μέρους ενός ηγεμόνα έχει ορισμένο τίτλο ή προνόμια, βάσει των οποίων ανήκει σε ανώτερη κοινωνική τάξη: Παντρεύτηκε μια αστή ενώ ο ίδιος ήταν ~. Οι ευγενείς ή η τάξη των ευγενών, η σχετική κοινωνική τάξη. Στους νέους χρόνους γίνεται μετατόπιση της εξουσίας από τους ευγενείς και τον κλήρο στο βασιλιά αρχικά και ύστερα στους αστούς.
[λόγ. < αρχ. εὐγενής `ευγενικής καταγωγής, με ανώτερα αισθήματα΄ & σημδ. γαλλ. noble· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευγενής, επίθ.· βγενής· θηλ. ευγενή· ευγενούσα· πληθ. ουδ. ευγενά.
-
- 1) Που κατάγεται από υψηλή, αρχοντική γενιά:
- (Αχιλλ. (Smith) O 2).
- 2) Γενναίος:
- (Ψευδο-Σφρ. 39623).
- 3) Που έχει ευγενικά αισθήματα, λεπτούς τρόπους, ευγενικός:
- (Εβρ. ελεγ. 160).
- 4) Όμορφος, κομψός:
- επιλούρικον … ευγενέστατον πάνυ (Διγ. Z 1172).
- 5) Ως τιμητική προσφών.:
- κυρά χαρίτων, ευγενής βασίλισσα (Λίβ. N 2165).
- Το αρσ. ως ουσ. = άρχοντας:
- ευγενείς και μεγιστάνοι (Ερμον. Π 25).
- Το ουδ. ως ουσ. = γενναιότητα:
- φύσεως γαρ το ευγενές (Διγ. Z 1380).
[αρχ. επίθ. ευγενής. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που κατάγεται από υψηλή, αρχοντική γενιά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευγενής -ής -ές [evjenís] Ε10 : I1.που έχει σχέση με τον ευγενή και ιδίως με την τάξη των ευγενών· (πρβ. αριστοκρατικός): Άνθρωπος ευγενούς καταγωγής. 2. (μτφ., για πργ.) που έχει ιδιότητες, οι οποίες το διαφοροποιούν από τα άλλα, ιδίως το κάνουν ανώτερο: Ευγενή ποτά. Οι ντόπιοι τεχνίτες δεν ήξεραν να δουλεύουν τα ευγενή υλικά. || (ορυκτ.) Ευγενή μέταλλα, που δύσκολα οξειδώνονται. || (χημ.) Ευγενή αέρια, που παρουσιάζουν χημική αδράνεια. II. που χαρακτηρίζεται από ευγένεια, που επιδεικνύει καλή συμπεριφορά, σύμφωνη με τους κανόνες που η κοινωνία έχει επιβάλει, καθώς και ανωτερότητα ιδίως από ηθική, πνευματική ή αισθητική άποψη· ευγενικόςI: ~ άμιλλα / παραχώρηση. Tης εξέφρασε τα ευγενή αισθήματά του. || (λόγ., για πρόσ.): Nα είσαι ~ με όλους. ANT αγενής.
ευγενώς ΕΠIΡΡ στη σημ. II: Προσφέρθηκε ~ να μας βοηθήσει. [λόγ. < αρχ. εὐγενής `ευγενικής καταγωγής, με ανώτερα αισθήματα΄ & σημδ. (ιδ. Ι) γαλλ. noble· λόγ. < αρχ. εὐγενῶς]