Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευγένεια η [evjénia] Ο27α λόγ. γεν. και ευγενείας : I1.καλή συμπεριφορά, σύμφωνη με τους κανόνες που η κοινωνία έχει επιβάλει. ANT αγένεια: Mιλάει / φέρεται με ~. Kάνω κτ. από ~. Φυσική / αληθινή / ψεύτικη ~. H (στοιχειώδης) ~ επιβάλλει να
H ευγένειά του σε σκλαβώνει. (έκφρ.) γαλατική* ~. η ~ υποχρεώνει*. || (πληθ.): Άρχισε τις ευγένειες και με εκνευρίζει. 2. ανωτερότητα ιδίως από ηθική, πνευματική ή αισθητική άποψη: H ~ του χαρακτήρα / των συναισθημάτων / των χαρακτηριστικών κάποιου. Kαλλιτέχνης με ~ ύφους. II. το σύνολο των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τον ευγενή, που του δίνουν τη δυνατότητα να ανήκει στην κοινωνική τάξη των ευγενών: Προνόμια ευγενείας. Tίτλοι ευγενείας ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται σε Έλληνες πολίτες. || (παρωχ.): H ευγένειά σου / του κτλ., ως τιμητική προσφώνηση αντί εσύ / αυτός κτλ.
[λόγ. < αρχ. εὐγένεια `ευγενική καταγωγή, ευγένεια πνεύματος΄ & σημδ. (ιδ. Ι1, ΙΙ) γαλλ. noblesse]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευγένεια η· βγενειά· ευγενεία· ευγενειά.
-
- 1) Αρχοντική καταγωγή:
- (Λίμπον. 119).
- 2) Δόξα, μεγαλείο:
- τ’ όνομά τση εβούλιαξε κι η ευγενειά τση εχάθη (Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ´ 74).
- 3) Περηφάνεια, αλαζονεία(;):
- αν δε ζητήσεις, άγουρε, γυναίκαν να με πάρεις, ου μη θελήσει ο πατέρας μου διά την ευγένειάν του (Αχιλλ. L 649).
- 4) Γενναιότητα:
- απ’ εσένα έφυγε η ευγενεία … και τώρα γένηκες δειλός (Θησ. Β´ [51]).
- 5) Ομορφιά, χάρη:
- ευγενειές οπὄχει το κορμί σου (Τριβ., Ρε 190).
- 6) Ευγένεια, αρχοντιά, οι «τρόποι»:
- η ευγενεία οπού ’χαν … στο ήθος (Θησ. Γ´ [486]).
- Ως τιμητική προσφών.:
- φίλε μου, η ευγενειά σου (Ερωφ. Α´ 72).
[αρχ. ουσ. ευγένεια. Η λ. και σήμ.]
- 1) Αρχοντική καταγωγή:
[Λεξικό Κριαρά]
- ευγενειακός, επίθ.
-
- Που κατάγεται από γενιά ευγενών:
- τους ευγενειακούς ο θάνατος καθόλου δεν φοβάται (Αχιλλ. L 1235).
[<ουσ. ευγένεια + κατάλ. ‑ιακός]
- Που κατάγεται από γενιά ευγενών: