Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευαρεστούμαι [evarestúme] Ρ10.9β : (επίσ.) έχω την καλοσύνη να κάνω κτ.: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ευαρεστήθηκε να σας δεχτεί σε ακρόαση. || (σε τυποποιημένες εκφράσεις καλής συμπεριφοράς): Εάν ευαρεστείσθε
Ευαρεστηθείτε, κύριε, να
|| (ειρ.): Nα δούμε πότε θα ευαρεστηθείς να μου επιστρέψεις τα δανεικά. Ευαρεστήθηκε να μου απαντήσει επιτέλους.
[λόγ. < ελνστ. εὐαρεστῶ, -οῦμαι `είμαι ευχαριστημένος΄ σημδ. γαλλ. être plu à]