Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευαρέσκεια η [evaréskia] Ο27 : ANT δυσαρέσκεια. α. το συναίσθημα της ηθικής ικανοποίησης, η εκδήλωση ή η έκφραση ευχαρίστησης: Έδειξε την ευαρέσκειά του για την υποδοχή που του επιφύλαξαν. β. επίσημος έπαινος που γίνεται από προϊστάμενο σε υφιστάμενο ή γενικά από ανώτερο σε κατώτερο, κυρίως με το ρήμα εκφράζω: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξέφρασε την ευαρέσκειά του στον πρωθυπουργό για την πορεία της οικονομίας.
[λόγ. ευ- αρέσκεια κατά το αντ. δυσαρέσκεια]