Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευαισθητοποιώ [evesθitopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κπ. ή κτ. ευαίσθητο. 1. (για ζωντανό οργανισμό) κάνω να αισθάνεται ή να αισθάνεται έντονα κτ.: Tα φωτεινά σήματα ευαισθητοποιούν το μάτι και μέσο του οπτικού νεύρου τον εγκέφαλο. Στομάχι ευαισθητοποιημένο σε ορισμένες τροφές, ευπαθές. 2. (ιδ. για πρόσ.) το καθιστώ ευαίσθητο από πνευματική ή συναισθηματική άποψη: Ευαισθητοποιημένος αναγνώστης / πολίτης. Πρέπει να ευαισθητοποιηθούν όλοι οι φορείς, για να σωθούν τα ζωικά είδη που απειλούνται με εξαφάνιση.
[λόγ. ευαίσθητ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. sensibiliser]