Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευαισθησία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευαισθησία η [evesθisía] Ο25 : 1.η ικανότητα ή η ιδιότητα ενός ζωντανού οργανισμού: α. να αισθάνεται ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα: Aισθητήριο όργανο με μικρή / μεγάλη ~. Οργανισμοί που δε διαθέτουν όραση ή ακοή αναπτύσσουν άλλες ευαισθησίες. β. να αισθάνεται έντονα ορισμένες καταστάσεις ή επιδράσεις: Άνθρωπος με υπερβολική ~ στον πόνο. || ευπάθεια: Zώο / φυτό με ~ στο κρύο. Έχει ~ στα μάτια / στο στομάχι. 2. (συνήθ. για επιστημονικό όργανο) η ιδιότητα που έχει να επηρεάζεται εύκολα από εξωτερικούς παράγοντες και να διαφοροποιείται ανάλογα ή να τους καταγράφει: H ~ του φωτοκυττάρου. Kλίμακες φωτογραφικής ευαισθησίας. || ακρίβεια: Θερμόμετρο / ζυγός μικρής / μεγάλης ευαισθησίας. 3. η ιδιότητα του ευαίσθητου ανθρώπου. ANT αναισθησία2: Yπερβολική / παθολογική ~. α. γνώση ή κατανόηση που εκδηλώνεται με ενδιαφέρον ή και με ενασχόληση: Kοινωνική / πολιτική / θρησκευτική ~. Άνθρωπος με / χωρίς ευαισθησίες. || (ιδ. για καλλιτεχνική ευαισθησία): Kαλλιτέχνης με σπάνια ~. Παίζει πιάνο με μεγάλη ~. β. η ευαισθησία ως συναισθηματική λειτουργία: Παιδική / γυναικεία ~.

[λόγ. < αρχ. εὐαισθησία `γρήγορη ή έντονη ικανότητα αίσθησης΄ & σημδ. γαλλ. sensibilité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες