Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευήλιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευήλιος -α -ο [evílios] Ε6 : (λόγ., για χώρο, ιδ. κλειστό ή στεγασμένο) προσήλιος, προσηλιακός: Πωλείται διαμέρισμα ευάερο και ευήλιο.

[λόγ. < αρχ. εὐήλιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες