Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευέλικτος -η -ο [evéliktos] Ε5 : που εύκολα κάνει ελιγμούς. 1. που κινείται εύκολα προς κάθε κατεύθυνση: Ευέλικτο όχημα. Ευέλικτη στρατιωτική μονάδα. Tα εχθρικά πλοία λόγω του όγκου τους δεν ήταν ευέλικτα. 2. (μτφ.) που μπορεί εύκολα και γρήγορα: α. (για πρόσ.) να ενεργεί: ~ πολιτικός. Ένα ολιγάριθμο και συνεπώς ευέλικτο υπουργικό συμβούλιο. β. να αλλάζει και να προσαρμόζεται κατάλληλα, να είναι αποτελεσματικός: Ευέλικτη πολιτική. Ένα ευέλικτο εθνικό σύστημα υγείας / εκπαίδευσης.
ευέλικτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. εὐέλικτος `που τυλίγεται εύκολα΄ & σημδ. γαλλ. flexible]