Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευάερος, επίθ.
-
- (Προκ. για τόπο, σπίτι) που έχει άφθονο, δροσερό αέρα:
- (Διγ. Z 75).
[μτγν. επίθ. ευάερος. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για τόπο, σπίτι) που έχει άφθονο, δροσερό αέρα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευάερος -η -ο [eváeros] Ε5 : (για χώρο, ιδ. κλειστό, στεγασμένο) που είναι έτσι διαμορφωμένος, ώστε να αερίζεται καλά: Ευάερο σπίτι / δωμάτιο. Πωλείται διαμέρισμα ευάερο κι ευήλιο.
[λόγ. < ελνστ. εὐάερος]