Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετυμολογώ [etimoloγó] -είται Ρ10.9 : κάνω ετυμολόγηση: ~ σωστά / εσφαλμένα μία λέξη. Ο δεύτερος τύπος ενός λήμματος ετυμολογείται μαζί με τον πρώτο.
[λόγ. < ελνστ. ἐτυμολογῶ]