Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ετσά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ετσά, επίρρ.· έτσα.
  • 1) (Τροπ.) έτσι:
    • έτσα εμαζώχθησαν οι Τραπεζόντιοι (Ιστ. πατρ. 10322).
  • 2) (Σε θέση αντων.) τέτοιος:
    • θαρρείς … πως είναι ετσά κι οι γράδες; (Πανώρ. Γ´ 296).
  • 3) (Με το και) (χρον. και αιτ.) αφού, μια που:
    • Μα ’τσά και το θυμήθηκα … (Πανώρ. Γ´ 359).
  • 4) (Χρον. και υποθ.) μόλις· αν:
    • ετσά ’ρθει το παράξενον, θέλουν χαρεί οι εχθροί σου (Σαχλ. N 42).

[<επίρρ. ετσιδά. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες