Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ετοιμόρροπος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ετοιμόρροπος -η -ο [etimóropos] Ε5 : 1.(ιδ. για κτίριο) που είναι κατεστραμμένος, έτσι ώστε να είναι έτοιμος να γκρεμιστεί: ~ τοίχος. Ετοιμόρροπη στέγη. Ένα παλιό ετοιμόρροπο σπίτι, ακατοίκητο από πολλά χρόνια. || (επέκτ.): Ετοιμόρροπο τραπέζι / κρεβάτι. Ετοιμόρροπη καρέκλα / ντουλάπα. 2. (μτφ.) α. που λόγω κακής κατάστασης είναι έτοιμος να διαλυθεί, να πάψει να υπάρχει: Ετοιμόρροπο κράτος / καθεστώς. Ετοιμόρροπη κυβέρνηση / οικονομία / επιχείρηση. Ο παλιός ~ κόσμος γκρεμίζεται, ένας καινούριος γεννιέται. β. (για πρόσ.) που έχει πολύ κακή υγεία.

[λόγ. < μσν. ετοιμόρροπος < ετοιμο- + ροπ(ή) -ος (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες