Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετοιμόλογος -η -ο [etimóloγos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει την ικανότητα να δίνει γρήγορες και εύστοχες απαντήσεις κυρίως σε συζήτηση.
[λόγ. ετοιμο- + λόγ(ος) -ος (πρβ. μσν. ετοιμολόγος (ίδ. ετυμ.) `ομιλητικός΄)]