Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ετοιμόγεννος, επίθ.· εντοιμόγεννος, (Σπανός B 115).
-
- Ετοιμόγεννος:
- (αυτ. D 1690).
[<επίθ. έτοιμος + ουσ. γέννα. Η λ. και σήμ.]
- Ετοιμόγεννος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετοιμόγεννος -η -ο [etimójenos] Ε5 : (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) που πρόκειται να γεννήσει σε λίγο: Έφυγε για ταξίδι κι άφησε τη γυναίκα του ετοιμόγεννη. H ετοιμόγεννη φοράδα / αγελάδα. || (ως ουσ.) η ετοιμόγεννη, γυναίκα που πρόκειται να γεννήσει σε λίγο: Tο νοσοκομειακό μεταφέρει μια ετοιμόγεννη.
[ελνστ. ἑτοιμόγεννος (για αγελάδα)]