Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετοιμοπαράδοτος -η -ο [etimoparáδotos] Ε5 : (για εμπόρευμα, οικοδομή κτλ.) που είναι έτοιμος, έτσι ώστε να είναι δυνατό να παραδοθεί αμέσως στον αγοραστή: Πωλούνται ετοιμοπαράδοτα διαμερίσματα.
[λόγ. ετοιμο- + παραδο- (θ. παθ. αορ. του παραδίδω) -τος]