Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετοιμοθάνατος -η -ο [etimoθánatos] Ε5 : 1.(ιδ. για πρόσ.) που σε λίγο πρόκειται να πεθάνει: Έλα αμέσως· ο πατέρας είναι ~. || (ως ουσ.): Φώναξαν τον παπά για να κοινωνήσει τον ετοιμοθάνατο. 2. (μτφ.) που σύντομα θα πάψει να υπάρχει: Ένας ~ πολιτισμός.
[λόγ. < ελνστ. ἑτοιμοθάνατος `προετοιμασμένος να πεθάνει΄]