Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετοιμασία η [etimasía] Ο25 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ετοιμάζω: Για όλα αυτά χρειάζεται κάποια ~. 2. (συνήθ. πληθ.) α. ιδίως για εργασίες του νοικοκυριού: Έχουμε ετοιμασίες για τη γιορτή / το ταξίδι / το γάμο. β. προμήθειες, κυρίως φαγώσιμα: Στην εκδρομή είχαμε μαζί μας κάποιες ετοιμασίες κι έτσι δεν πήγαμε σε εστιατόριο.
[λόγ. < αρχ. ἑτοιμασία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ετοιμασία η· ητοιμασία.
-
- 1)
- α) Προετοιμασία:
- ετοιμασίαν του ταξιδιού (Διγ. O 717)·
- β) πολεμική προετοιμασία:
- κατά της πόλεως Κωνσταντίνου την ετοιμασίαν εποίει (Δούκ. 22912).
- α) Προετοιμασία:
- 2)
- α) Εξοπλισμός:
- εχτίσαν τες (ενν. τες τούρες) με καλήν ητοιμασίαν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 86ν)·
- β) εφόδια:
- εις την … ητοιμασίαν του ανθρώπου ο μεγαλοδύναμος Θεός έδωσέ του … πέντε αισθήσεις (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 34r).
- α) Εξοπλισμός:
- 3) (Θρησκ.)
- α) κανόνες:
- κατά την ητοιμασίαν της εκκλησίας δεν ετύχαινεν να είναι πλέον πατριάρχης (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 136r)·
- β) σχέδιο, πρόνοια:
- αρκλί της ητοιμασίας και διαθήκης του Θεού (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 181r).
- α) κανόνες:
- 4) Παραγγελία, εντολή:
- έτσι είχεν αφήσει ητοιμασία να του κάμουν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 152ν).
[αρχ. ουσ. ετοιμασία. Η λ. και σήμ.]
- 1)