Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ετερότροφος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ετερότροφος -η -ο [eterótrofos] Ε5 : (βιολ.) για οργανισμό που χρειάζεται έτοιμες οργανικές ενώσεις για να τραφεί: Πολλά παράσιτα ανήκουν στους ετερότροφους οργανισμούς.

[λόγ. < γαλλ. hétérotrophe < hétéro- = ετερο- + -trophe < αρχ. τροφ(ή) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες