Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετερότροφος -η -ο [eterótrofos] Ε5 : (βιολ.) για οργανισμό που χρειάζεται έτοιμες οργανικές ενώσεις για να τραφεί: Πολλά παράσιτα ανήκουν στους ετερότροφους οργανισμούς.
[λόγ. < γαλλ. hétérotrophe < hétéro- = ετερο- + -trophe < αρχ. τροφ(ή) -ος]