Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετερόρρυθμος -η -ο [eteróriθmos] Ε5 : κυρίως στον όρο ετερόρρυθμη εταιρεία, της οποίας μερικοί μέτοχοι ευθύνονται ατομικά και ο καθένας μόνο για το ποσοστό των μετοχών τους, ενώ οι υπόλοιποι ευθύνονται συλλογικά και απεριόριστα. ANT ομόρρυθμος.
[λόγ. ετερο- + ρυθμ(ός) -ος (διαφ. το ελνστ. ἑτερόρρυθμος `σφυγμός με ρυθμό αταίριαστο για την ηλικία΄) (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]