Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ετερόδοξος, επίθ.
-
- Που παρεκκλίνει από την ορθόδοξη πίστη, αιρετικός:
- Η γαρ κριθή παραβάλλεται τῃ των ετεροδόξων διδασκαλίᾳ (Φυσιολ. 34924).
[μτγν. επίθ. ετερόδοξος]
- Που παρεκκλίνει από την ορθόδοξη πίστη, αιρετικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετερόδοξος -η -ο [eteróδoksos] Ε5 : που ακολουθεί διαφορετικό χριστιανικό δόγμα, σε σχέση με κπ. άλλον· αλλόδοξος. ANT ομόδοξος. || (ως ουσ.) ο ετερόδοξος.
[λόγ. < ελνστ. ἑτερόδοξος]