Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετεροχρονισμένος -η -ο [eteroxronizménos] Ε3 μππ. του ετεροχρονίζω : για ενέργεια που ο χρόνος εκτέλεσής της έχει μετατεθεί ύστερα από τον κανονικό ή τον καθορισμένο: ~ εορτασμός μιας επετείου. Ετεροχρονισμένη αύξηση.
ετεροχρονισμένα ΕΠIΡΡ: Έπρεπε να μου το πεις εγκαίρως και όχι ~. [λόγ. μππ. του ετεροχρονίζω]