Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετεροπροσωπία η [eteroprosopía] Ο25 : (γραμμ.) συντακτικό φαινόμενο της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής γλώσσας, κατά το οποίο το απαρέμφατο και το ρήμα, από το οποίο εξαρτάται, έχουν διαφορετικό υποκείμενο. ANT ταυτοπροσωπία.
[λόγ. < ελνστ. ἑτεροπρόσωπ(ος) `διαφορετικού γραμματικού προσώπου΄ -ία]