Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετεροθαλής -ής -ές [eteroθalís] Ε10 : (για αδέλφια) που δεν έχουν κοινό τον ένα από τους δύο γονείς· (πρβ. ομοπάτριος, ομομήτριος): ~ αδελφός / αδελφή.
[λόγ. < ελνστ. ἑτεροθαλής]