Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετερογαμία η [eteroγamía] Ο25 : (βιολ.) ένωση διαφορετικών γαμετών.
[λόγ. < γαλλ. hétérogamie < hétéro- = ετερο- + αρχ. γάμ(ος) -ie = -ία (διαφ. το μσν. ετερογαμία `δεύτερος γάμος΄)]