Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετεροίωση η [eteríosi] Ο33 : (λόγ.) αλλαγή, μεταβολή. || (γλωσσ.) ποιοτική μετάπτωση ενός φωνήεντος ή διφθόγγου: ~ του [e] σε [o] στα “λέγω - λόγος”.
[λόγ. < αρχ. ἑτεροίω(σις) -ση & σημδ. γαλλ. alternance]