Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εσώτερος, επίθ.
-
- Εσωτερικότερος, ενδότερος:
- εις εσωτέραν έρημον (Παϊσ., Ιστ. Σινά 24).
- Το θηλ. ως ουσ. = καμάρα που βρίσκεται σε εσωτερικό χώρο:
- (αυτ. 380).
[μτγν. επίθ. εσώτερος]
- Εσωτερικότερος, ενδότερος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσώτερος -η -ο [esóteros] Ε5 : (λόγ.) που βρίσκεται πιο μέσα ή εντελώς μέσα, στο εσωτερικό: Tο εσώτερο τμήμα της σπηλιάς. Εσώτερη επιθυμία / σκέψη.
[λόγ. < ελνστ. ἐσώτερος συγκρ. του αρχ. ἔσω `μέσα΄]