Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εσώτατος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εσώτατος -η -ο [esótatos] Ε5 : (λόγ.) που είναι τελείως εσωτερικός, τελευταίος προς τα μέσα. ANT εξώτατος: Ο πυρήνας, το εσώτατο τμήμα της γήινης σφαίρας. Nα μελετήσουμε τον εσώτατο εαυτό μας.

[λόγ. < ελνστ. ἐσώτατος υπερθ. του αρχ. ἔσω `μέσα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες