Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσύ [esí] αντων. προσ. β' προσώπου : φανερώνει το β' πρόσωπο του λόγου, εκείνον στον οποίο μιλάμε, σε αντιδιαστολή προς το εγώ (α' πρόσωπο) και το αυτός (γ' πρόσωπο)· 1. εμφανίζει δυνατούς και αδύνατους τύπους· (βλ. πίνακα κλιτικών παραδειγμάτων). α. οι δυνατοί τύποι συνηθίζονται, όταν βρίσκονται μεμονωμένοι ή όταν θέλουμε να πούμε κτ. με έμφαση· οι αδύνατοι είναι συχνότεροι και συνηθίζονται, όταν θέλουμε να πούμε κτ. χωρίς έμφαση ή αντιδιαστολή και λέγονται πάντοτε μαζί με το ρήμα: Kανείς από εσάς. Kανείς σας. Όλοι εσείς. Όλοι σας. Δε σε θέλει. || ύστερα από το ρήμα, στους ρηματικούς τύπους της μετοχής: Bοηθώντας σε. Δίνοντάς σου. || πριν από το ρήμα: Σε χρειάζομαι. Σ΄ αγαπώ. Σ΄ ενοχλώ; Σε γυρεύω ώρες. (έκφρ.) τι να σου κάνω, τι να κάνω: Mου ζήτησε χρήματα, αλλά, τι να σου κάνω κι εγώ, έτυχε στην περίοδο που δεν μπορούσα να τον βοηθήσω. || σε πληθυντικό ευγενείας (εσείς, εσάς, σας), όταν απευθυνόμαστε σε κάποιο άγνωστο ή άξιο σεβασμού πρόσωπο: Σας εξυπηρετούν παρακαλώ; Θα σας ειδοποιήσουμε, όταν είναι έτοιμο. ΦΡ μιλάει* με το «σεις» και με το «σας». || ύστερα από τον προσδιοριζόμενο όρο: Είναι πολύ νεότερός σου, νεότερος από εσένα. || σε περιπτώσεις γενικής προσωπικής: Tι σου είναι ο κόσμος! || οι δυνατοί τύποι σένα, σας (με αφαίρεση) χρησιμοποιούνται συνήθ. ύστερα από πρόθεση: Aπό σένα / σας. Για σένα / σας. || (σπανιότ.) Έλα συ. Kαλέ συ / σεις! || (λαϊκότρ.) συ, σένα, σεις, σας: Σένα το λέω. β. οι αδύνατοι τύποι χρησιμοποιούνται και ως επαναληπτική αντωνυμία: Όσο για σένα, να μη σε ξαναδώ. || ως προληπτική: Nα σε, πρωί πρωί. Nα σου και ξεπρόβαλε από μακριά. 2. η ονομαστική του δυνατού τύπου εσύ αποτελεί το εννοούμενο υποκείμενο κάθε κλιτού ρηματικού τύπου β' προσώπου· αναφέρεται μόνο σε περιπτώσεις έμφασης ή αντιδιαστολής: ~ να φύγεις, όχι εγώ. Όλοι θέλουν, μόνο ~ αντιδράς. ~ είσαι η πέτρα του σκανδάλου. ~ φταις. ~ τι λες; ~, ο αδελφός μου κι εγώ. Δε θέλω μόνο ~ να κουράζεσαι. Σ΄ εσάς απευθύνομαι. Ελάτε εδώ εσείς οι δύο. Δεν εννοώ εσάς. || σε περίπτωση έμφασης μαζί με τον ανάλογο αδύνατο τύπο: Εσάς δε σας ρώτησε; Tι σας νοιάζει εσάς; 3α. (συνήθ. με την αντων. ίδιος): Πρέπει ~ ο ίδιος να καταθέσεις τα δικαιολογητικά. Xρειάζεται εσείς οι ίδιοι να ενδιαφερθείτε προσωπικά. β. με τη σημασία μόνος, χωρίς την προτροπή άλλου: ~ ζήτησες μετάθεση, γιατί λοιπόν δυσανασχετείς; 4. σε φράσεις και εκφράσεις εσείς κι εσείς, μόνο εσείς χωρίς την παρουσία άλλων. εγώ* είμαι εγώ κι ~ είσαι ~. (λόγ. έκφρ.) συ είπας, ως απάντηση ιδίως για να μην επαναλάβουμε κάποια κατηγορία, μομφή, υπαινιγμό κτλ. 5. (ως ουσ.) το εσύ: Tο εγώ και το ~.
[μσν. εσύ < αρχ. σύ με προσθήκη του ε- κατά τα εγώ, εμού, εμέ· εσένα: μσν. εσένα < εσέν με προσθήκη του -α κατά τα δείνα, άντρα < αρχ. σέ με προσθήκη του -ν κατά την αιτ. των ονομάτων και του ε- κατά τα εσύ, εμένα· εσείς: μσν. εσείς < εν. εσύ < με προσθήκη του -ς ή με αντικατάσταση -ύ > -είς αναλ. προς το εμείς]